- τελειοθήρας
- ο, Νάτομο που επιδιώκει την τελειότητα, που θέλει να γίνονται όλα τέλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρησιμο-θήρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελειοθηρία — η, Ν [τελειοθήρας] 1. η θήρα, το κυνήγι, η αναζήτηση τού τέλειου 2. συνεκδ. η αναζήτηση τού απόλυτου 3. (φιλοσ.) α) η αναζήτηση και η κατάκτηση τής τελειότητας στην οποία θα μπορούσε να οδηγήσει το ανθρώπινο γένος η συνεχής πρόοδος β) η αναζήτηση … Dictionary of Greek
τελειοθηρικός — ή, ό, Ν [τελειοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τελειοθήρα και στην τελειοθηρία … Dictionary of Greek